του Λουδοβικου Κωτσονοπουλου
Το έργο του Έρικ Όλιν Ράιτ εκτείνεται σε τέσσερις δεκαετίες και διακρίνεται από μια συνεχή προσπάθεια δημιουργικής ανανέωσης στα πεδία των κοινωνικών τάξεων, του κράτους και προσφάτως της κοινωνικής θεωρίας. Η ερευνητική πορεία που ακολούθησε μπορεί να χωριστεί σε δύο κύκλους, καθένας εκ των οποίων αντιστοιχεί σε μια διαφορετική επιστημονική και πολιτική φάση.
Ο πρώτος κύκλος ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εκτείνεται ως τις αρχές του 1980. Ξεκινώντας τη διαδρομή του στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Ράιτ συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη, μαζί με τον James O’ Connor (συγγραφέα του εξαιρετικά επίκαιρου βιβλίου Η δημοσιονομική κρίση του κράτους), του περιοδικού Kapitalistate και της Ένωσης Μαρξιστών Κοινωνικών Επιστημόνων. Ο κύκλος του Kapitalistate φέρνει σε επαφή τους αμερικανούς κοινωνικούς επιστήμονες με την προβληματική του κράτους, όπως αυτή αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο σε διάφορες τάσεις στην Ευρώπη. Οι τάσεις αυτές είναι κυρίως τρεις: ο γαλλικός δομομαρξισμός, η γερμανική σχολή της μεθοδικής παραγωγής του κράτους από τη λογική του κεφαλαίου και, τέλος, οι επεξεργασίες της ύστερης Σχολής της Φραγκφούρτης, όπως αυτές αποτυπώνονται στα έργα των Όφφε και Χάμπερμας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη μεταπολεμική περίοδο το ηγεμονικό παράδειγμα στα τμήματα των κοινωνικών επιστημών των αμερικανικών πανεπιστημίων ήταν ο δομολειτουργισμός, ο οποίος είχε εξοβελίσει τους όρους κράτος και κοινωνική τάξη από το λεξιλόγιό του ως μεταφυσικές αντικαθιστώντας τους με τους όρους κυβέρνηση και κοινωνικός ρόλος. Συνεπώς, ο στοχασμός για το κράτος με μαρξιστικούς όρους αποτελούσε, με τα δεδομένα της εποχής, μια πράξη σχεδόν επαναστατική.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Ράιτ καταπιάνεται με τη μελέτη των κοινωνικών τάξεων. Καταφεύγοντας στα νοητικά εργαλεία του μαρξισμού, προσπαθεί να ξεκλειδώσει τον γρίφο της μεσαίας τάξης. Παραδοσιακά, ο μαρξισμός θεωρούσε ότι ο τρόπος λειτουργίας του καπιταλισμού θα οδηγούσε αναπάντεχα σε μια ταξική πόλωση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εξαφανίζοντας όλα τα ενδιάμεσα στρώματα. Η εμπειρία των μεταπολεμικών δεκαετιών στην Ευρώπη και την Αμερική έμοιαζε να διαψεύδει αυτή την πρόγνωση. Οι μελέτες του Ντάρεντορφ, του Μπελ και του Γκόλντθορπ, τη δεκαετία του 1960, συνηγορούσαν υπέρ μιας ολοένα και αυξανόμενης μεσαίας τάξης, η οποία, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής, θα οδηγούσε στον τερματισμό των κοινωνικών ανταγωνισμών και συνεπώς στο τέλος της αριστερής πολιτικής. Η αναβίωση των μαρξιστικών επεξεργασιών τη δεκαετία του 1970 επιχείρησε ακριβώς να αμφισβητήσει τον αυτόνομο ρόλο της μεσαίας τάξης και να την εντάξει, με κάποιο τρόπο, στην πολιτική της Αριστεράς.
Ως γνωστόν η σημαντικότερη προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση έγινε από τον Νίκο Πουλαντζά ο οποίος διατύπωσε τις εξής θέσεις: Η εργατική τάξη οριοθετείται στενά στη βάση της παραγωγικής εργασίας και δεν ταυτίζεται συνολικά με τους μισθωτούς. Η μικροαστική τάξη χωρίζεται σε παλιά και νέα, με την πρώτη να έχει ιδιοκτησία και τη δεύτερη να κατέχει διευθυντικές θέσεις στην παραγωγική διαδικασία και να ασκεί πνευματική εργασία. Ορισμένα κομμάτια αυτής της τάξης ρέπουν προς την αστική, ενώ άλλα προς την εργατική. Καταφεύγοντας σε αυτό τον στενό ορισμό της εργατικής τάξης, ο Πουλαντζάς επιχειρεί να διατυπώσει με σαφήνεια τους όρους στη βάση των οποίων μπορούν να συναφθούν πολιτικές συμμαχίες ανάμεσα στην εργατική και τη μικροαστική τάξη, με την πρώτη να παίζει ηγεμονικό ρόλο.
Ο Ράιτ ακολουθεί διαφορετικό δρόμο σε σχέση με τον Πουλαντζά. Αποφεύγοντας να στηρίξει τις αναλύσεις του στη μαρξική θεωρία της αξίας, δεν αποδέχεται το δίπολο παραγωγική-μη παραγωγική εργασία που οδηγεί σε έναν στενό ορισμό της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, προκρίνει το κριτήριο της κατοχής των μέσων παραγωγής που οδηγεί σε τρεις τάξεις: την εργατική η οποία πουλά την εργατική της δύναμη, το κεφάλαιο που κατέχει τα μέσα παραγωγής και τη μικροαστική τάξη που αυτοαπασχολείται. Μέσα σε αυτό το γενικό σχήμα προκύπτει μια σειρά αντιφατικών ταξικών θέσεων, φαινόμενο που χαρακτηρίζει κυρίως τα νέα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα, των οποίων τα μέλη δύνανται να ανήκουν σε περισσότερες από μία κοινωνικές τάξεις είτε επειδή ελέγχουν την εργασία τους είτε επειδή διαθέτουν μικροϊδιοκτησία. Το πολιτικό υπόβαθρο πίσω από την ανάλυση του Ράιτ έγκειται στο ότι τα άμεσα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων πρέπει να συνδεθούν με το θεμελιώδες συμφέρον, που δεν είναι άλλο από την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία προκύπτει από την κατοχή των μέσων παραγωγής. Σε αυτή την κατεύθυνση συνεισφέρει η ευρεία οριοθέτηση της εργατικής τάξης, αλλά και οι ταξικές αντιφατικές θέσεις, οι οποίες δύνανται να στραφούν υπέρ αυτού του θεμελιώδους συμφέροντος και να οδηγήσουν τελικά σε έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Με την έλευση της δεκαετίας του 1980 ο Ράιτ περνά στον δεύτερο κύκλο των ερευνητικών του επεξεργασιών, πραγματοποιώντας μια στροφή προς τον αναλυτικό μαρξισμό, ρεύμα που επιχειρεί τη μικροθεμελίωση ενός μέρους των μαρξιστικών επεξεργασιών στο επίπεδο του υποκειμένου, με κύριους εκπροσώπους τους Έλστερ, Βαν Πάρις, Κόεν και Ρόμερ. Σε αυτό το πλαίσιο, η προβληματική περί αντιφατικών ταξικών θέσεων υποχωρεί μπροστά σε τρία νέα φαινόμενα που ανασυντάσσουν τόσο τους όρους εκμετάλλευσης, όσο και τον ευρύτερο χάρτη της ταξικής διαστρωμάτωσης στον σύγχρονο καπιταλισμό Το πρώτο είναι ένα άτομο να ανήκει σε πολλαπλές ταξικές θέσεις, π.χ. να είναι υπάλληλος σε εταιρεία και ταυτόχρονα μικροϊδιοκτήτης. Το δεύτερο είναι οι διαμεσολαβούμενες ταξικές θέσεις, ήτοι η ταξική θέση των ατόμων να μην προκύπτει από τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία αλλά να προκύπτει από αλλού τύπου κοινωνικές σχέσεις,. Το τρίτο φαινόμενο είναι η χρονική διάσταση των ταξικών θέσεων. Εδώ, η ταξική θέση συναρτάται με την προοπτική του εργασιακού βίου.
Ο αναπροσανατολισμός της προβληματικής πάνω στις κοινωνικές τάξεις συνοδεύεται και από μια μεταβολή στο πολιτικό υπόβαθρο της ανάλυσης. Στο πλαίσιο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, συστήματος με εμφανή σημάδια κοινωνικής εκμετάλλευσης κατά τον Ράιτ, και της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, στόχος είναι η αναπλήρωση της έλλειψης, δηλαδή της Ουτοπίας. Μόνο με την υλοποίηση των ουτοπιών μπορεί να χτυπηθεί η λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος πέρα από τον καπιταλισμό. Στο βιβλίο του Envisioning Real Utopias, που κυκλοφόρησε το 2010, υποστηρίζει ότι ο δρόμος για την πραγματοποίηση της Ουτοπίας, ή καλύτερα των Ουτοπιών, περνάει μέσα από την κατίσχυση της κοινωνικής εξουσίας έναντι της οικονομικής και της πολιτικής. Η κοινωνική εξουσία βασίζεται στην πειθώ και τον διάλογο, ενώ η πολιτική εξουσία εδράζεται στον καταναγκασμό και η οικονομική εξουσία στην εκμετάλλευση. Ως εκ τούτου, η Ουτοπία μπορεί να υλοποιηθεί μόνο όταν οι θεσμοί της κοινωνίας συγκροτηθούν στη βάση της κοινωνικής εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εισαγωγής του κοινωνικού στοιχείου στους θεσμούς αποτελεί, κατά τον Ράιτ, η περίπτωση του συμμετοχικού προϋπολογισμού όπου οι πολίτες διαβουλεύονται και αποφασίζουν για την κατανομή των δημόσιων πόρων.
Ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Προτάσεις για τη ρεαλιστική ουτοπία της Αριστεράς
συνέντευξη του Έρικ Όλιν Ράιτ
* Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η πιο αποτελεσματική πολιτική στρατηγική για την Αριστερά απέναντι στις νέες προκλήσεις που δημιουργούνται λόγω της κρίσης;
* Παραμένω στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού και πιστεύω ότι τα δεινά που έχει φέρει ο καπιταλισμός καθιστούν αναγκαίο τον εκ θεμελίων μετασχηματισμό του. Με τον όρο «σοσιαλισμός» εννοώ το οικονομικό σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής και η οικονομική δραστηριότητα βρίσκονται κάτω από πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο. Στην ουσία, η έννοια του σοσιαλισμού ταυτίζεται με το ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Τι σημαίνει όμως αυτό για τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Τι συνεπάγεται για την Αριστερά το να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση;
Στο τελευταίο μου βιβλίο Envisioning Real Utopias (Οραματιζόμενοι ρεαλιστικές ουτοπίες), αναφέρω ότι η Αριστερά συνολικά οργανώνεται στη βάση ενός στρατηγικού πλαισίου που διέπεται από τρεις διαφορετικές λογικές μετασχηματισμού: τη στρατηγική της ρήξης, τη μέση οδό και αυτό που έχω ονομάσει «συμβιωτική» στρατηγική. Με λίγα λόγια, η στρατηγική της ρήξης είναι εκείνη που οραματίζεται την οικοδόμηση του σοσιαλισμού μέσα από κάποιου είδους ριζοσπαστική σύγκρουση, μια ριζική ανατροπή του καπιταλισμού. Παραδοσιακά, η στρατηγική αυτή συνδέεται πιο στενά με την έννοια της επανάστασης. Η μέση οδός επιχειρεί να δημιουργήσει νέους θεσμούς στα σημεία διάρρηξης του παρόντος οικονομικού συστήματος. Οι εργατικοί συνεταιρισμοί και μια σειρά πρωτοβουλιών στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας αποτελούν τέτοιου είδους παραδείγματα. Τέλος η «συμβιωτική» στρατηγική προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους βασικούς θεσμούς που έχουν αναπτυχθεί στην κοινωνία, και ιδιαίτερα το κράτος, για να λύσει πρακτικά προβλήματα με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για μελλοντικούς μετασχηματισμούς.
Αυτές είναι οι λεγόμενες μη ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις που προέκρινε η ευρωκομμουνιστική Αριστερά της προηγούμενης γενιάς, και οι οποίες έχουν ενσωματωθεί σε πρωτοβουλίες όπως ο συμμετοχικός προϋπολογισμός ως τρόπος μετασχηματισμού της τοπικής διακυβέρνησης.
Επί του παρόντος, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, νομίζω ότι η στρατηγική της ρήξης είναι αβάσιμη. Παρότι η σύγκρουση με το κράτος και το κεφάλαιο είναι χρήσιμες μορφές πάλης, η ιδέα ότι θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να οδηγήσουν στην κατάληψη της εξουσίας και σε μια βαθιά ρωγμή στο σύστημα εξουσίας δεν είναι ρεαλιστική. Το πραγματικό μας καθήκον, λοιπόν, είναι να σκεφτούμε το είδος των αιτημάτων και των προτάσεων που πρέπει να γίνουν αντικείμενο αυτής της στρατηγικής. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, θα δώσω μερικά παραδείγματα:
* Γενναία αύξηση της κρατικής στήριξης (δάνεια, επιχορηγήσεις, υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης κλπ.) προς τους συνεταιρισμούς --ειδικά αυτούς που βρίσκονται υπό εργατική ιδιοκτησία-- ως μέσο οικοδόμησης μιας γεωγραφικά πιο ισορροπημένης οικονομίας της αγοράς.
* Αλληλέγγυα χρηματοδότηση από τα συνδικάτα κατά το πρότυπο του Κεμπέκ.
* Συμμετοχικός προϋπολογισμός ως εργαλείο ενίσχυσης της δημοκρατικής συμμετοχής στις τοπικές κυβερνήσεις.
* Ενιαίο Βασικό Εισόδημα ως μέσο μεταφοράς μέρους του πλεονάσματος από την κεφαλαιακή στην κοινωνική συσσώρευση και καλλιέργεια του πεδίου για πρωτοβουλίες όπως η εξάπλωση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
* Νέα ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με όρους αυξημένου δημοκρατικού ελέγχου.
* Φόροι στις παγκόσμιες κεφαλαιακές ροές ως εργαλείο μείωσης της κερδοσκοπίας και αύξησης των διεθνών πόρων για την ανάπτυξη.
Η θεμελιώδης αξία πίσω από όλες αυτές τις προτάσεις --όπως και πολλές άλλες στις οποίες δεν αναφέρθηκα-- είναι η δημοκρατία, είτε μέσω του άμεσου εκδημοκρατισμού πλευρών της οικονομικής ζωής, είτε μέσω της δημιουργίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες μπορεί να ανθίσει συνολικά. Το βασικό στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε εδώ δεν είναι ότι η εμβάθυνση της δημοκρατίας αποτελεί πανάκεια, αλλά ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία δημιουργεί το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο τα διάφορα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν πιο εποικοδομητικά.
* Η έννοια της κοινωνικής τάξης διατηρεί ακόμα τη σημασία της για την Αριστερά; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;
* Η κοινωνική τάξη εξακολουθεί να παραμένει στο κέντρο των πολιτικών κοινωνικής χειραφέτησης, όχι επειδή αποτελεί τη μοναδική βάση για την ανάπτυξη συλλογικής δράσης, αλλά επειδή ο μετασχηματισμός των ταξικών σχέσεων βρίσκεται στην καρδιά της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι ταξικές σχέσεις είναι πρώτα και κύρια σχέσεις εξουσίας που ρυθμίζουν τις οικονομικές διαδικασίες, οι οποίες καθορίζουν την παραγωγή, τη διανομή, και την επένδυση -- με άλλα λόγια τη διάθεση του κοινωνικού πλεονάσματος. Ένα από τα κεντρικά εμπόδια στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας είναι η άνιση κατανομή εξουσίας μέσα στα οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Ο καπιταλισμός είναι η σημαντικότερη μορφή μίας τέτοιας άνισης εξουσίας μέσα στα οικονομικά συστήματα σήμερα. Ο εκδημοκρατισμός αυτών των σχέσεων εξουσίας, που αποτελεί το βασικό ζήτημα του σοσιαλισμού, συνδέεται αδιάρρηκτα με τον μετασχηματισμό των ταξικών σχέσεων και με αυτήν την έννοια η κοινωνική τάξη διατηρεί ακόμη τη σημασία της για την Αριστερά του σήμερα.
* Είναι οι ρεαλιστικές ουτοπίες συμβατές με την ταξική ανάλυση; Με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό για μία αριστερή στρατηγική;
* Οι ρεαλιστικές ουτοπίες δεν είναι απλά συμβατές με την ταξική ανάλυση. Η τελευταία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνδεση ανάμεσα στις ρεαλιστικές ουτοπίες και την κοινωνική χειραφέτηση. Θα ήθελα να τονίσω τρία σημεία ως προς αυτό το ζήτημα:
Πρώτον, η προβληματική των ρεαλιστικών ουτοπιών αποκτά νόημα μόνο στο πλαίσιο της κατανόησης και της κριτικής του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με την ταξική ανάλυση. Η κατανόηση και η κριτική εξηγεί γιατί θέλουμε να εγκαταλείψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα. Η ανάλυση των πραγματικών ουτοπιών μιλάει για τον κόσμο στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε, ενώ η θεωρία του μετασχηματισμού αναφέρεται στη διαδικασία μετάβασης από τον ένα κόσμο στον άλλο. Η ταξική ανάλυση ως εργαλείο για την κριτική στο καπιταλισμό είναι η αφετηρία του όλου εγχειρήματος.
Δεύτερον, ο θεσμικός σχεδιασμός αρκετών παραδειγμάτων ρεαλιστικών ουτοπιών που έχω μελετήσει περιλαμβάνει μετασχηματισμούς των ταξικών σχέσεων με τη μία ή την άλλη μορφή. Οι συνεταιρισμοί υπό εργατική ιδιοκτησία μετατρέπουν τις άμεσες ταξικές σχέσεις μέσα στις οικονομικές οργανώσεις. Το ενιαίο βασικό εισόδημα τροποποιεί τις ταξικές σχέσεις που διέπουν την κατανομή της πρόσβασης στα μέσα διαβίωσης. Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός μεταλλάσσει τις ταξικές σχέσεις που καθορίζουν την κατανομή μέρους του κοινωνικού πλεονάσματος για την οικοδόμηση των αστικών υποδομών. Τέλος, η αλληλέγγυα χρηματοδότηση μετατρέπει τη σχέση των εργατικών οργανώσεων σε κομμάτι της επενδυτικής διαδικασίας.
Τρίτον, ακόμη και αν δεν πιστεύω ότι οι ταξικές οργανώσεις είναι πάντα οι βασικοί παράγοντες στους αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση και στις προσπάθειες για τη δημιουργία ρεαλιστικών ουτοπιών, εξακολουθεί να ισχύει ότι οι ταξικές οργανώσεις και οι ταξικοί αγώνες είναι ως έναν βαθμό καθοριστικοί τον χειραφετητικό μετασχηματισμό. Το στρατηγικό πρόβλημα είναι η εξεύρεση ενός τρόπου άρθρωσης των ταξικών αγώνων με άλλες μορφές κοινωνικών κινημάτων. Η ταξική ανάλυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο.
Η ταξική ανάλυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνδεση ανάμεσα στις ρεαλιστικές ουτοπίες και την κοινωνική χειραφέτηση. Με βάση την προβληματική αυτή, ο Ράιτ αναλύει εδώ τα κοινωνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν πρόσφατα στην Αμερική. Οι στρατηγικές και οι τρόποι δράσης αυτών των κινητοποιήσεων που προέκυψαν από τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες υπήρξαν καινοφανείς για τα αμερικανικά δεδομένα. Η κριτική εστίασε στην εξουσία των εταιρειών, τα αιτήματα όμως αφορούσαν περισσότερο την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων παρά ένα είδος ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των θεσμών. Αναλυτικά, για τα ζητήματα της κρίσης στην Ε.Ε., την Αμερική και τις προοπτικές των κινημάτων, παρακάτω.* Η παρούσα κρίση της Ε.Ε. αποτελεί μία απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ ή συνιστά μία ευκαιρία για την περαιτέρω επέκτασή της;
Δεν έχω ακούσει κανέναν να σχολιάζει, είτε από την αριστερά είτε από τη δεξιά, την κρίση στην Ε.Ε. ως ευκαιρία για την ενίσχυση της αμερικανικής ηγεμονίας. Η συγκεκριμένη κρίση έχει αγνοηθεί, στο σύνολο της, από τους πολιτικούς, ενώ οι σχολιαστές ασχολούνται μαζί της μόνο περιστασιακά. Όταν, όμως το θέμα τίθεται στο τραπέζι, αυτή προσεγγίζεται είτε ως απειλή για την παγκόσμια οικονομία και για τις ΗΠΑ είτε ενσωματώνεται σε ένα αφήγημα προειδοποίησης για το τι συμβαίνει σε μία χώρα όταν αυτή αποτυγχάνει να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της.
Μόνο οι Συντηρητικοί αναπαράγουν συνέχεια το σλόγκαν ότι οι πολιτικές που ακολουθεί ο Ομπάμα θα μετατρέψουν τις ΗΠΑ σε μία άλλη Ελλάδα. Πάντως, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η αμερικανική ηγεμονία, τα ΜΜΕ ασχολούνται περισσότερο με την Κίνα και καθόλου με την Ε.Ε.
* Πώς η κοινή γνώμη των ΗΠΑ αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Ελλάδας στην κρίση της Ε.Ε.;
Θα ήταν παραπλανητικό να υποστηρίξω ότι η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ ασχολείται με το ζήτημα της Ελλάδας. Αν και δεν έχω μελετήσει σφυγμομετρήσεις, υποθέτω ότι πολύ λίγοι άνθρωποι στις ΗΠΑ ασχολούνται με την κρίση της Ε.Ε. γενικά και με την Ελλάδα ειδικά. Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά σχόλια στα ΜΜΕ, η κυρίαρχη άποψη θεωρεί ότι τα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονται κυρίως στην άλογη σπατάλη του δημόσιου χρήματος και στη διαφθορά, παρά στην αποτυχία των θεσμών της Ε.Ε. και τη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Το βασικό πάντως μάθημα που συνάγεται, όπως είπα και παραπάνω, είναι ότι οι ΗΠΑ πρέπει να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους.
* Η διαμάχη γύρω από τις κρατικές δαπάνες σε συνδυασμό με μία σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης Ομπάμα, όπως το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, αποτελούν σημάδια μίας στροφής υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου του κράτους; Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα επιχειρεί μία κεϋνσιανού τύπου διαχείριση της κρίσης;
Ο Ομπάμα υποστήριξε την ανάγκη για μία κεϋνσιανού τύπου ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας, αλλά υπήρξε διστακτικός και επιφυλακτικός στην εφαρμογή αυτής της συνταγής. Σε απόλυτους αριθμούς το επίπεδο των δημόσιων δαπανών τους πρώτους μήνες της κυβέρνησής του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υψηλό, ωστόσο στην πραγματικότητα ήταν αρκετά χαμηλότερο από το ποσό που οι οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να δοθεί για αυτό τον σκοπό.
Για πολιτικούς λόγους ο Ομπάμα υποστήριξε ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του θα σώσουν την οικονομία, θα δημιουργήσουν δουλειές και θα φέρουν πίσω την ανάπτυξη. Αν και οι συγκεκριμένες δαπάνες απέτρεψαν μία πολύ χειρότερη οικονομική κατάρρευση, ωστόσο δεν οδήγησαν την οικονομία σε ανάπτυξη, κάτι για το οποίο είχε δεσμευθεί ο Ομπάμα, με αποτέλεσμα να χάσει μέρος της αξιοπιστίας του στα μάτια ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού.
Ένα αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετώπισε και στην περίπτωση της μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας. Εγκατέλειψε την προοπτική ενός δημόσιου συστήματος υγείας και συμφώνησε σε ένα σχέδιο που λειτουργεί αποκλειστικά μέσα από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, του οποίου η εφαρμογή θα φέρει θετικά αποτελέσματα στον πληθυσμό μόνο μετά το 2014. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό το σχέδιο να προκαλέσει τη λυσσαλέα αντιπολίτευση της δεξιάς, χωρίς παράλληλα να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος στον λαό, οπότε ο σκεπτικισμός γύρω από το νομοσχέδιο μάλλον μεγάλωσε παρά ελαττώθηκε με την ψήφισή του.
Τελικά, ύστερα και από την ήττα των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2010 στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο Ομπάμα υιοθέτησε μία πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας όχι ως κομμάτι μίας μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής αλλά για λόγους άμεσου πολιτικού συμφέροντος. Επιπλέον, μέχρι πολύ πρόσφατα, ο Ομπάμα αρνούνταν να λύσει τα δημοσιονομικά προβλήματα μέσα από τη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. Το συμπέρασμα είναι πως, μολονότι υπάρχει ένα στοιχείο κεϋνσιανισμού στις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης, εντούτοις αυτό είναι αρκετά αδύναμο και αποσπασματικό.
* Εδώ και δύο χρόνια παρατηρούμε στις ΗΠΑ έναν πολλαπλασιασμό των κοινωνικών κινημάτων, όπως το κίνημα Occupy Wall Street. Αυτά τα κινήματα αποτελούν νέες οργανώσεις που δημιουργούνται ως απάντηση στα αδιέξοδα της φιλελεύθερης δημοκρατίας ή μήπως πρόκειται απλά για προσαρμογή των παλιών κινημάτων σε νέα ρεπερτόρια δράσης;
Τα κινήματα που εμφανίσθηκαν εδώ και περίπου ένα χρόνο είναι ένας συνδυασμός αληθινά καινοφανών μορφών και στρατηγικών, που ασκούνται από καθιερωμένους συλλογικούς δρώντες. Στις διαμαρτυρίες που πραγματοποιήθηκαν στο Ουισκόνσιν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο τα συνδικάτα διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο. Για παράδειγμα η απόφαση να καταληφθεί το Καπιτώλιο του Ουισκόνσιν πάρθηκε αρχικά από τα μέλη του σωματείου των βοηθών καθηγητών.
Όμως είναι επίσης αλήθεια πως, από τη στιγμή που ξεκίνησε η κατάληψη του Καπιτωλίου, αναδείχθηκε σε τόπο μιας ευρείας γκάμας νέων πρακτικών και ομάδων που έφτασαν πολύ πιο μακριά από ό,τι μπορούσαν να προβλέψουν τα συνδικάτα που συμμετείχαν. Το κίνημα του Occupy, τουλάχιστον εν μέρει, επηρεάστηκε από γεγονότα όπως οι διαμαρτυρίες στο Ουισκόνσιν και στην πλατεία Ταχρίρ, οι κατασκηνώσεις στη Μαδρίτη και οι διαδηλώσεις στην Αθήνα. Ωστόσο υιοθέτησε και μια σειρά διακριτών στρατηγικών και τρόπων δράσης, που για τα αμερικανικά δεδομένα συνιστούν αληθινά καινοφανείς μεθόδους. Βέβαια, όλες οι ήδη υπάρχουσες οργανώσεις κατέληξαν να συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες της κατάληψης, αλλά οι διαμαρτυρίες αυτές δεν υπήρξαν κατ’ αρχήν αποτέλεσμα των υφιστάμενων κινημάτων που υιοθέτησαν νέες στρατηγικές.
* Ποιες είναι οι προοπτικές αυτών των κινημάτων; Πρόκειται για περιστασιακά φαινόμενα ή αντίθετα πρόκειται για νέους παίκτες που ήρθαν για να μείνουν στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ;
Δεν έχω έναν συγκεκριμένο τρόπο να αποτιμήσω τις διαμαρτυρίες αυτών των νέων κινημάτων. Από τις αρχές του Δεκεμβρίου το κίνημα του Ουισκόνσιν, το οποίο ξεκίνησε με τη μορφή διαδηλώσεων και μετατράπηκε σε μια κατάληψη 17 ημερών του Καπιτωλίου (η πιο μεγάλη σε διάρκεια κατάληψη κυβερνητικού κτιρίου στην αμερικανική ιστορία) βρίσκεται στη μέση μιας εντατικής καμπάνιας με στόχο την ανάκληση του κυβερνήτη της πολιτείας. Και είναι πολύ πιθανό να το πετύχει.
Οι διαμαρτυρίες στο Ουισκόνσιν συνοδεύτηκαν από κινητοποιήσεις στο Οχάιο για την ακύρωση μέσω δημοψηφίσματος ενός άθλιου νόμου ενάντια στα συνδικάτα, που ψηφίστηκε από τον δεξιό κυβερνήτη και τους ρεπουμπλικάνους βουλευτές της πολιτείας. Και στις δύο περιπτώσεις οι αρχικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις κατέληξαν σε κινητοποιήσεις γύρω από τις εκλογές.
Μέχρι στιγμής, το κίνημα Occupy αυτοπροσδιορίζεται κυρίως ως ένα μέσο προσέλκυσης της προσοχής για μια σειρά ζητημάτων, τα οποία είχαν περιθωριοποιηθεί στο δημόσιο διάλογο. Και υπό αυτήν την έννοια υπήρξε πολύ πιο επιτυχημένο από όσο θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει. Το σύμβολο του 1% ενάντια στο 99% αποδείχθηκε ένας αποτελεσματικός τρόπος να αποτυπωθούν τα προβλήματα που δημιουργούντα από τη συσσώρευση εξουσίας στα χέρια των εταιρειών και της τεράστιας οικονομικής ανισότητας.
Οι συζητήσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα πέρασαν στον λόγο των ΜΜΕ και συζητήθηκαν με μεγαλύτερη σοβαρότητα από όσο φανταζόμουν. Πριν από τις διαμαρτυρίες του Ουισκόνσιν και αργότερα, τη χρονιά του κινήματος του Occupy, οι πιο δυνατές φωνές της λαϊκής οργής για την υφιστάμενη πολιτική και οικονομική κατάσταση -όπως παρουσιαζόταν από τα ΜΜΕ- προέρχονταν από τη δεξιά καταγγέλλοντας την εξουσία της κυβέρνησης. Το κίνημα Occupy βοήθησε να ανοίξει χώρος για μια κριτική που εστιάζει στην εξουσία των εταιρειών και την ταξική κυριαρχία.
* Στο ύστερο έργο σας αναφέρεστε στην πιθανότητα υλοποίησης ρεαλιστικών ουτοπιών. Όλες αυτές οι πολιτικές δράσεις από τα κάτω, όπως οι κινητοποιήσεις της Γουόλ Στριτ και η κατάληψη στο Γουινσκόνσιν προσφέρουν κάποιας μορφή ουτοπία; Κατάφεραν να κάνουν κάποια βήματα για την υλοποίησή της;
Ένα από τα πράγματα που λείπουν από τις διαμαρτυρίες στο Ουισκόνσιν και από το κίνημα Occupy είναι η σαφήνεια του οράματός τους για έναν εναλλακτικό κόσμο. Φυσικά η εκθαμβωτική ενέργεια και η καινοτομία αυτών των κινημάτων αποτελούν από μόνες τους μια επιβεβαίωση ενός δημοκρατικού τρόπου ζωής. Η ανάδυση πρακτικών, όπως οι γενικές συνελεύσεις του κινήματος Occupy, που λειτουργούν με βάση συναινετικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, μπορεί να ειδωθούν ως το περίγραμμα ενός διαφορετικού οράματος για τη Δημοκρατία. Ωστόσο το όραμα αυτό υπολείπεται ενός προγράμματος μετασχηματισμού ή ακόμα και ενός αξιακού θεσμικού σχεδιασμού για μια χειραφετητική εναλλακτική.
Οι διαμαρτυρίες του Ουισκόνσιν ήταν εν πολλοίς αμυντικές δράσεις, που αμφισβητούσαν μια σειρά καταπιεστικών νόμων και πάλευαν κατ’ αρχάς να εμποδίσουν την εφαρμογή τους και τώρα να τους ακυρώσουν. Τα αιτήματα αφορούν περισσότερο την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων παρά ένα είδος ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των θεσμών. Ομοίως το κίνημα του Occupy καταγγέλλει την οικονομική ανισότητα και τη διαστρέβλωση της αμερικανικής δημοκρατίας από τις υπερεξουσίες των εταιρειών, αλλά δεν έχει προκύψει ακόμη τίποτα που να προσεγγίζει ένα συστηματικό πρόγραμμα θεσμικού μετασχηματισμού.
Τη συνέντευξη πήρε ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
Μετάφραση Βαγγία Λυσικάτου - Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
[Συζήτηση και σχόλια για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων της ΑΥΓΗΣ]
Οι διαλέξεις του Έρικ Όλιν Ράιτ
Ο Έρικ Όλιν Ράιτ θα δώσει δύο διαλέξεις στην Αθήνα, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς». Τη Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου, ώρα 19.00, στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών (Ομήρου 14-16) θα μιλήσει με θέμα: «Πραγματικές ουτοπίες στον καπιταλισμό και πέρα από αυτόν. Παίρνοντας στα σοβαρά το κοινωνικό στοιχείο στο σοσιαλισμό». Η ομιλία αποτελεί την 5η ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά. Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση.
Την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου, ώρα 19.00, στο Αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου, Νομική Σχολή (Σόλωνος 57) θα μιλήσει με θέμα: «Η εξέγερση στο Ουισκόνσιν το 2011. Καταλαμβάνοντας το Καπιτώλιο» (Ο Ράιτ, σημειωτέον, συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του Ουισκόνσιν, τον Φεβρουάριο του 2011, που ξέσπασε ύστερα από τις περικοπές μισθών και δικαιωμάτων στους εργαζόμενους του δημόσιου που θέλησε να επιβάλει ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Γουόκερ). Θα υπάρχει διαδοχική μετάφραση.
Πληροφορίες: Ινστιστούτο «Νίκος Πουλαντζάς», τηλ. 210-3217745, 3212531, e-mail:info@poulantzas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου