Ο Ζοζέ Σαραμάγκου εξορίζει τον θάνατο από τη γη και δημιουργεί μια
ευφάνταστη μαύρη κωμωδία που στόχος της είναι να εξυμνήσει τις αξίες της ίδιας της ζωής.
ευφάνταστη μαύρη κωμωδία που στόχος της είναι να εξυμνήσει τις αξίες της ίδιας της ζωής.
Είναι γνωστός ο αρχαιοελληνικός μύθος του ανθρώπου που ικέτευε τους Θεούς να τον καταστήσουν αθάνατο. Με τα πολλά, οι Θεοί συγκατένευσαν και χάρισαν στον ενοχλητικό θνητό την αθανασία, με τη διαφορά ότι δεν του δώρισαν και την αιώνια νεότητα. Οπότε, ο φιλόδοξος θνητός μεταμορφώθηκε σε αθάνατο υπέργηρο, σε γέρο δηλαδή, που δεν είχε την ικανότητα πλέον ν’ απολαύσει τη ζωή. Η αθανασία, κατά συνέπεια, τού ήταν πρωτοφανής και παραδειγματική καταδίκη. Δεν ξέρουμε αν ο Σαραμάγκου γνώριζε τον μύθο, πάντως η ιδέα του συγγενεύει έστω και εκ του αντιθέτου με την περίπτωση του αθάνατου γέρου.
«Την επομένη μέρα δεν πέθανε κανείς. Το γεγονός, ως απολύτως αντίθετο προς τους κανόνες της ζωής, προκάλεσε τεράστια αναταραχή στα πνεύματα, επακόλουθο δικαιολογημένο από κάθε άποψη, αρκεί να θυμηθούμε πως στους σαράντα τόμους της παγκόσμιας ιστορίας δεν υπάρχει ένδειξη, έστω μια περίπτωση για δείγμα, ότι συνέβη ποτέ παρόμοιο φαινόμενο, να περάσει μια μέρα ολόκληρη, και με τις είκοσι τέσσερις άσωτες ώρες της, καταμετρημένες σε ημερήσιες και νυχτερινές, πρωινές και απογευματινές, χωρίς να συμβεί μια αποβίωση λόγω ασθένειας, μια θανάσιμη πτώση, μια αυτοκτονία με επιτυχή κατάληξη, τίποτα κι απ’ το τίποτα πιο τίποτα. Ούτε καν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, που είναι τόσο συχνά σε γιορτινές περιστάσεις, όταν η χαρούμενη ανευθυνότητα και το υπερβολικό οινόπνευμα μονομαχούν στους δρόμους για να κρίνουν ποιον θα προφτάσει ο θάνατος. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς δεν είχε αφήσει πίσω της το σύνηθες ολέθριο αυλάκι θανατικών, η γριά άτροπος με την τρεμάμενη μασέλα είχε αποφασίσει να θηκιάσει το ψαλίδι της για μια μέρα».
Η σύλληψη είναι εκτυφλωτική. Αίφνης, σε μια χώρα εκατομμυρίων θνητών, με πρωθυπουργό και βασιλιά, μυστηριωδώς ο θάνατος καταργείται. Οι ημιθανείς άρρωστοι που βρίσκονται στο χείλος της ζωής, η γραία βασιλομήτωρ, όλοι, τέλος πάντων, που λύνουν σιγά σιγά τους δεσμούς του βίου καθίστανται αθάνατοι με όλες τις απίθανες συνέπειες. Με άλλα λόγια, έχουμε «απεργία του θανάτου». Η αθανασία, βέβαια, δεν καταργείται, απλώς μετατρέπεται σε αθανασία του σώματος! Πρόκειται για πανεθνικό συναγερμό, για ευτυχή επιδημία που ανατρέπει άρδην τους κανόνες και τις αξίες της κοινωνίας. Πριν απ’ όλα πλήττει καίρια την Εκκλησία. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει Ανάσταση, χωρίς Ανάσταση δεν υπάρχει θρησκεία και φυσικά Εκκλησία! Η απορία είναι συντριπτική: τι θα κάνει η Εκκλησία, αν δεν πεθάνει κανείς ποτέ πια; Τι θα κάνει το Κράτος, αν ποτέ πια δεν πεθάνει κανείς;
Ο Σαραμάγκου στήνει μαεστρικά μια μαύρη κωμωδία, η οποία απαιτεί μεγάλα αποθέματα χιούμορ, εφευρετικότητας και αφηγηματικής επινοητικότητας, καθότι η κοινοτοπία απειλεί το βιβλίο του σε κάθε σελίδα. Πόσο μακριά θα πάει η βαλίτσα αυτής της επιτυχούς σύλληψης; Έχει ψαχνό ή θα στερέψει, απογοητεύοντας τον αναγνώστη; Ως εκ τούτου, θα πρέπει σε κάθε κεφάλαιο να τραβάει ένα απροσδόκητο τραπουλόχαρτο για να χαρίζει νέο ενδιαφέρον στο παιχνίδι.
Οι νεκροθάφτες, για παράδειγμα, πώς θα επιβιώσουν; Η αλυσίδα ζωή-εργασία-νοσοκομείο-κηδεία σπάζει, οπότε το νεκροθαφτικό σινάφι μένει ξεκρέμαστο. Αφού το μέλλον δεν επιφέρει θάνατο, τα γραφεία τελετών αχρηστεύονται και το μόνο που απομένει πια είναι η δημιουργία νεκροταφείων για τους ζωντανούς. Τι να πούμε για τους οίκους ευγηρίας, για τις ασφαλιστικές εταιρείες, για το γηραλέο ανθρωπομάνι που θ’ αυξάνει ανυπολόγιστα και θ’ απαιτεί όλο και περισσότερο κόσμο για να το φροντίσει; Έχουμε και λέμε: μαθουσαλικά γερόντια, πλήθη παππούδων, προπαππούδων, προπροπαππούδων, προπροπροπαππούδων... Τι θα γίνει με τους ανίατους που αντιμετωπίζουν τον επικείμενο θάνατο ως φυγή και καταφύγιο; Η απάντηση είναι απλή: δεν είπαμε ότι ο θάνατος τελείωσε;
Μάλιστα, αν υπολογίσουμε ότι εκτός των συνόρων της χώρας ο θάνατος ισχύει όπως και πριν, δεν θ’ αργήσει η μαφφία (με δύο φ) να επινοήσει τη λαθραία μεταφορά ασθενών και υπέργηρων εκτός συνόρων, τον θάνατό τους και κατόπιν την επιστροφή των μεταναστών νεκρών στα πάτρια! Μαύρο εμπόριο για τους μαύρους θνητούς, που ατυχώς έγιναν αθάνατοι! Να θυμίσουμε και το οξύ ζήτημα των συντάξεων των αθανάτων; Οι ιθύνοντες, πανικόβλητοι, το μόνο που έχουν να πουν είναι ότι «αν δεν ξαναρχίσουμε να πεθαίνουμε, δεν έχουμε μέλλον!».
Στη μέση της αφήγησης ο αναγνώστης νιώθει ότι η σύλληψη του Σαραμάγκου αρχίζει να φυραίνει επικίνδυνα. Εκεί που θα αναμέναμε μια ποιητική σύλληψη της καταδικασμένης σε θάνατο ανθρωπότητας, έναν ευφυή σχολιασμό του «δεύτερου θανάτου», όπως θα έλεγε ο Μπλανσό (ο ένας είναι ο φυσικός θάνατος, ο άλλος -όπως τον συνέλαβε η μοντέρνα σκέψη- είναι ο θάνατος που πάσχισε να άρει η θρησκεία), έχουμε επικίνδυνα σημειωτόν, παραγεμίσματα, ψευδή αρραβωνιάσματα με το εγελιανό «τα παιδιά είναι ο θάνατος των γονιών». Για παράδειγμα, η ενδεχόμενη περιγραφή ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει σε βάθος τη θνητότητα θα μπορούσε να πετάξει αφηγηματικά κλαδιά, προσδίδοντας άλλη γοητεία στο τέχνασμα της αζήτητης αθανασίας.
Αντί τούτου, ο Σαραμάγκου επινοεί την επιστροφή του θανάτου που τρομοκρατεί τις αρχές, καθώς τις φέρνει στη δεινή θέση ν’ ανακοινώσουν τηλεοπτικά την επαναφορά της θνητότητας. Επιπλέον, μεταμορφώνει τον θάνατο σε γυναίκα, για να προτείνει τον έρωτα πια ως παυσίλυπο της ανθρωπότητας. Ο μεταφραστής αλλάζει το γένος του θανάτου (από αρσενικό το κάνει θηλυκό), οπότε στη συνέχεια θα πρέπει να διαβάζουμε «Η θάνατος», ενώ κάλλιστα «η θανή» θα ήταν προτιμητέα. Αρχικά, βέβαια, η θανή που ανατρέπει τη μονομερή ανακωχή του θανάτου κι εμφανίζεται αλά παλαιά, έχει μέγα έργο να επιτελέσει. «Για έξι μήνες είχαν συσσωρευτεί σε μια πρωτόφαντη λίστα αναμονής περισσότεροι από εξήντα χιλιάδες ετοιμοθάνατοι, για την ακρίβεια εξήντα δύο χιλιάδες πεντακόσιοι ογδόντα, που αναπαύτηκαν εν ειρήνη σε μία και μοναδική στιγμή, σ’ ένα μόριο του χρόνου επιφορτισμένο με θανατηφόρα δύναμη, που μόνη σύγκριση θα μπορούσε να βρει σε κάποιες αξιόμεμπτες ανθρώπινες πράξεις». Οι αριθμοί των νεκρών φαίνεται πως δεν έχουν θέση εν προκειμένω, ωστόσο η θανατίλα μέσα στην κοινωνία δεν αργεί να προσλάβει χαρακτήρα σκουπιδιών, άχρηστων πτωμάτων, μολυσματικών εστιών, ενός τεράστιου όγκου άχρηστης σάρκας, που όσο αποδεκτή ήταν εν ζωή, τώρα, που τελεί εν θανάτω, αποτελεί απειλή για τους ζωντανούς.
Η μαφία, βέβαια, δεν έχασε την ευκαιρία. Αρπάζοντας την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, ποντάροντας στο άμεσο κέρδος και στην εκμετάλλευση της αιωνιότητας, διεκδίκησε το μονοπώλιο των θανάτων και των ταφών, αναλαμβάνοντας και δημογραφικές ευθύνες. Ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες θα έπρεπε να είναι και οι θάνατοι. Αυτοί, όμως, θ’ άνοιγαν και θα έκλειναν τη βρύση...
Το επεισόδιο με τον βιολοντσελίστα -το πιο συγκινητικό του βιβλίου- υπαγορεύει λυρικά ξανοίγματα, στοχαστικές παρεμβάσεις, προσωποποιήσεις, όπως του θανατηφόρου δρεπανιού, κ.λπ. Μάλιστα, ο Σαραμάγκου θα φέρει τη θανή (τη θάνατο) στο θεωρείο, όπου παρακολουθεί τη συναυλία του βιολοντσελίστα. Έχουμε ανακωχή μεταξύ ανθρώπου και θανάτου; Όπως και να έχει, η θανή κάθεται στο πρώτο θεωρείο, μοναχική και όμορφη, «όχι η πιο όμορφη στη γυναικεία ομήγυρη, αλλά όμορφη κατά έναν τρόπο απροσδιόριστο, ιδιαίτερο, ανεξήγητο, σαν ένας στίχος που η βαθύτερη σημασία του διαρκώς διαφεύγει του μεταφραστή. Και τέλος, γιατί η απομονωμένη της μορφή, εκεί στο θεωρείο, περιτριγυρισμένη από παντού από κενό και απουσία, έμοιαζε με την πιο απόλυτη έκφραση της μοναξιάς».
Μπορούμε να πούμε ότι το τελευταίο κεφάλαιο είναι ένα δώρο για τον αναγνώστη. Διακρίνουμε κατιτίς υπερανθρώπινο, κάτι σαν «λεπτό πέπλο ευσπλαχνίας» που τυλίγει το αλλόκοτο ζεύγος - άλλωστε, την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς...
ΠΗΓΗ lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου