Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Η «φούσκα» της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας...


Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 μία τότε νέα γενεά Ελλήνων συντελεστών της μουσικής (εκτελεστές μα και κάποιοι, όχι πάρα πολλοί, δημιουργοί, ηχολήπτες μα και παραγωγοί, ακόμα και μερικά στελέχη δισκογραφικών εταιρειών) μπήκε στην παραγωγική διαδικασία της έχοντας καλύτερη παιδεία, όντας γενικότερα περισσότερο καταρτισμένη και, το κυριότερο, πολύ πιο «συντονισμένη» με τα τεκταινόμενα διεθνώς στον χώρο απ’ όσο όλες οι προηγούμενες ανάλογες



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΟΣ ΜΑΝΤΖΑΝΑΣ ΑΥΓΗ

Το ότι η «μουσική βιομηχανία» διεθνώς διέρχεται μια κρίση εδώ και όχι και πολύ λίγα χρόνια είναι και δεδομένο και γνωστό, όπως επίσης ότι αυτή η κρίση επιδεινώθηκε μετά την έλευση της συνολικής διεθνούς οικονομικής κρίσης το 2008 και της ύφεσης που επακολούθησε. Είναι προφανές ότι η χώρα μας, δυστυχώς θλιβερή «πρωτοπόρος» αυτής της ύφεσης, καθώς στην περίπτωσή της η διεθνής οικονομική κρίση ήρθε να επικαθήσει σε μιαν εσωτερική, η οποία - αν και καλοκρυμμένη - σοβούσε ήδη επί μακρόν, όχι απλώς δεν ήταν ποτέ δυνατόν να αποτελέσει εξαίρεση του κανόνα αλλά αντίθετα η μουσική της βιομηχανία θα δοκιμαζόταν περισσότερο και χειρότερα από εκείνη οποιασδήποτε άλλης χώρας. Από την έστω και πολύ έντονη δοκιμασία όμως στην διάλυση και την σχεδόν ολική καταστροφή υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Και καθώς η διάλυση αυτή σήμανε και την απώλεια αρκετών θέσεων εργασίας - σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία χάνονται τόσες πολλές -, πιστεύουμε ότι το φαινόμενο του τόσο άδοξου και θλιβερού τέλους της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας χρήζει μιας μελέτης μα και μιας ανάλυσης ως προς τις αιτίες, τους λόγους αλλά και την ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τη διεθνή πραγματικότητα. Και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε συνοπτικά και όσο μας επιτρέπει ο περιορισμένος για ένα τόσο μεγάλο θέμα χώρος μας στη συνέχεια...
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 μία τότε νέα γενεά Ελλήνων συντελεστών της μουσικής (εκτελεστές μα και κάποιοι, όχι πάρα πολλοί, δημιουργοί, ηχολήπτες μα και παραγωγοί, ακόμα και μερικά στελέχη δισκογραφικών εταιρειών) μπήκε στην παραγωγική διαδικασία της έχοντας καλύτερη παιδεία, όντας γενικότερα περισσότερο καταρτισμένη και, το κυριότερο, πολύ πιο «συντονισμένη» με τα τεκταινόμενα διεθνώς στον χώρο απ’ όσο όλες οι προηγούμενες ανάλογες. Και τα αποτελέσματα αυτού του γεγονότος φάνηκαν σχεδόν αμέσως... Νέα στούντιο χτίστηκαν και πολλά από τα παλαιότερα εκσυγχρονίστηκαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής, πολλοί ηχολήπτες και παραγωγοί αλλά ακόμα και κάποιοι ενορχηστρωτές ως και ελάχιστοι εκτελεστές άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα πρωτόφαντο τότε στη χώρα μας μηχάνημα που άκουγε στο όνομα «υπολογιστής» και η συνολική αίσθηση του ήχου της ελληνικής μουσικής βελτιώθηκε δραματικά. Η παραδοσιακά άθλια (όχι από πλευράς εκτέλεσης φυσικά και ούτε καν από αυτή του τεχνικού σκέλους, αλλά καθαρά ακουστικά) ποιότητα των δίσκων επιτέλους άρχισε να πλησιάζει έστω τα διεθνή στάνταρ, ενώ τα καινούργια μέσα και η γνώση της χρήσης τους έκαναν απολύτως διακριτή και ηχητικά την διαφορά ανάμεσα στις ζωντανές εμφανίσεις των σοβαρών μουσικών, ανεξάρτητα είδους, και των μαγαζιών με ζωντανή μουσική που τότε μα και ως σήμερα ακόμα αποκαλούνται στην καθομιλουμένη «σκυλάδικα».
Όλα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα μα και την ευκαιρία σε κάποιους δημιουργούς είτε να υλοποιήσουν πολύ πιο φιλόδοξες δουλειές, τις οποίες μέχρι τότε δεν τολμούσαν ούτε να διανοηθούν να κάνουν και πιο απλά σε πολλούς περισσότερους να επιχειρήσουν να προσεγγίσουν (διά της μιμήσεως ή και της απλής αντιγραφής) τα διεθνή μουσικά δρώμενα, με άξονα κυρίως το ροκ και την ποπ. Κάποιοι από τους τελευταίους είχαν αρκετό ταλέντο και παρέμειναν στη μουσική σκηνή μέχρι σήμερα, φοβόμαστε όμως ότι η πλειονότητα αποδείχθηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων και φυσικά δεν άντεξε στο πέρασμα του χρόνου. Το θέμα μας όμως δεν είναι η πορεία της ίδιας της μουσικής, της μουσικής πράξης (αυτό ίσως να μας απασχολήσει κάποια άλλη φορά), αλλά της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας. Και αυτή βοηθήθηκε πολύ από δύο γεγονότα που συνέβησαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 και αμφότερα έκαναν την εν λόγω βιομηχανία να αρχίσει να εξελίσσεται και να «τρέχει» με ρυθμούς πρωτόγνωρους γι' αυτήν. Το πρώτο ήταν ότι άρχισε η σταδιακή επικράτηση του CD αν και το βινύλιο καθυστέρησε πάρα πολύ να... παραδώσει το πνεύμα, περισσότερο ίσως από όσο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Πολύ περισσότερο όμως έπαιξε ρόλο στη διάδοση της μουσικής με άλλους όρους και προπαντός ταχύτητες η απόφαση για τη δημιουργία μη κρατικών, δηλαδή ιδιωτικών ραδιοσταθμών. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η μπάντα των FM γέμισε από σταθμούς, πολλούς από αυτούς αμιγώς μουσικούς ενώ ακόμα και οι μη, ειδησεογραφικοί ή πολυσυλλεκτικοί, αφιέρωναν αρκετές ώρες από το καθημερινό πρόγραμμά τους σε μουσικές εκπομπές.
Ξαφνικά υπήρχαν εκατοντάδες ώρες ραδιοφωνικού χρόνου κάθε εβδομάδα που έπρεπε μα καλυφθούν με μουσική η οποία φυσικά ανήκε στο διεθνές ρεπερτόριο, αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό και στο ελληνικό. Λαμπρή ευκαιρία, με άλλα λόγια, για να προβληθούν και τελικά να επιβληθούν πολλά, όλο και περισσότερα νέα ονόματα. Η εμφάνιση και της ιδιωτικής τηλεόρασης ακριβώς σχεδόν στο τέλος της δεκαετίας έδωσε φυσικά ακόμα περισσότερους τρόπους και δρόμους στο σχετικό marketing.

«Κύμβαλα αλαλάζοντα...»
Η δεκαετία του ’90 λοιπόν μπήκε με τους καλύτερους οιωνούς για την ελληνική μουσική βιομηχανία και φέρνοντας μαζί της δύο γεγονότα που επηρέασαν βαθύτατα την κοινωνία της χώρας μας και φυσικά και την ίδια, πολύ περισσότερο μάλιστα από τους πιο πολλούς άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Το πρώτο ήταν η εμφάνιση της πρώτης γενεάς εφήβων που είχαν μεγαλώσει και ανατραφεί ως συνειδητοί καταναλωτέςκαι τέτοιοι έγιναν από πολύ μικροί, παίρνοντας μάλιστα ένα παχυλό - για τα ελληνικά δεδομένα και σε σχέση ακόμα και με το πρόσφατο τότε παρελθόν - «χαρτζιλίκι» για να γίνουν και ενεργοί τέτοιοι. Το δεύτερο ήταν φυσικά η... επέλαση μάλλον παρά η έλευση της κινητής τηλεφωνίας. Οι δύο αυτοί παράγοντες σχετίζονταν ποικιλότροπα. Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό πριν απ’ όλα ότι τα κινητά σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκαν στα χέρια αυτών των εφήβων πριν ακόμα τα πιάσουν οι γονείς τους και σίγουρα τα έμαθαν και εξοικειώθηκαν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο οι τελευταίοι.
Παραδοσιακά και διεθνώς οι έφηβοι ήταν, συνεχίζουν να είναι και πιθανότατα θα είναι για πάντα το πιο δυναμικό, σχεδόν «προνομιακό» κοινό της μουσικής βιομηχανίας. Έχοντας λοιπόν για πρώτη φορά στη διάρκεια της μέχρι τότε ύπαρξής της ένα τέτοιο κοινό η εγχώρια μουσική βιομηχανία επένδυσε πολύ συγκροτημένα πάνω του. Τα αποτελέσματα φάνηκαν αμέσως και ήταν κυριολεκτικά θεαματικά... Κομβικό χρονικό σημείο πρέπει να θεωρηθεί η εμφάνιση του Σάκη Ρουβά στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1992, η οποία έκανε το παντελώς άγνωστο μα και ομολογουμένως εντυπωσιακά όμορφο νεαρότατο ακόμα παιδί από την Κέρκυρα σταρ εν μία νυκτί. Ήταν ο πρώτος αληθινός star, με τη διεθνή έννοια και σημασία του όρου, τον οποίο αποκτούσε η εγχώρια μουσική βιομηχανία και, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τον χρειαζόταν περισσότερο ίσως από όσο ο ίδιος εκείνη. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι επόμενοι ανάλογοι καλλιτέχνες, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο πάτησαν - ή έστω προσπάθησαν να το κάνουν....- στα βήματά του, χωρίς όμως κανείς να φτάσει την ακτινοβολία που είχε εκείνος στα χρόνια του μεσουρανήματος του και κυρίως δίχως να έχουν τη διάρκειά του καθώς, καλώς ή κακώς, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να βρίσκεται στον μουσικό χώρο και εν πολλοίς στο προσκήνιο. Με τους κατάλληλους χειρισμούς η - ήδη βέβαια πολύ γνωστή από τη δεκαετία του ’80, χωρίς όμως σημειωτέον να έχει καταφέρει ως τότε να γίνει σταρ - Άννα Βίσση επιβλήθηκε ως το γυναικείο ισοδύναμό του. Ο χρόνος είχε ωριμάσει και το τοπίο είχε πλέον «καθαρίσει» και ήταν έτοιμο για να επιδοθεί η ελληνική μουσική βιομηχανία σε μεγάλες business!
Πράγματι, από τα τέλη του ’92 άρχισε η αναμφίβολη χρυσή εποχή της η οποία διήρκεσε για περίπου οκτώ χρόνια. Μια ατελείωτη σειρά νέων ονομάτων που γινόταν όλο και μεγαλύτερη άρχισε να εμφανίζεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Αρκετοί από αυτούς, αν όχι η συντριπτική πλειοψηφία, ήταν στην κυριολεξία ανεκδιήγητοι, με όποια πιθανή σημασία της λέξης. Έχοντας όμως συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς την παντοδυναμία της τηλεόρασης πάνω στο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου οι υπεύθυνοι των δισκογραφικών εταιρειών την εκμεταλλεύθηκαν δεόντως για να καθιερώσουν άπαντες αυτούς τους εφήμερους... «αστερίσκους» και να τους κάνουν να γνωρίσουν αμέσως πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οι «χρυσοί» και «πλατινένιοι» δίσκοι έπεφταν... με το σωρό ενώ τα όντως μεγάλα και σημαντικά ονόματα της ελληνικής μουσικής (πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα βέβαια ο Γ. Νταλάρας και η Χ. Αλεξίου) έφταναν σε... αστρονομικά νούμερα πωλήσεων, συγκριτικά βέβαια με το παρελθόν και αναφορικά με τον μικρό πληθυσμό της χώρας μας.
Η αρχή της διακυβέρνησης Σημίτη και η επίπλαστη (βασισμένη από κάθε πλευρά σε δανεικά) ευμάρεια μα και ευφορία που κατόρθωσε να δημιουργήσει ο «εκσυγχρονισμός» οδήγησαν προφανώς αυτή την κατάσταση στο αποκορύφωμα της, με μια κουβέντα σε ένα... όργιο άγριας καπιταλιστικής απληστίας. Περισσότερα ονόματα, περισσότερες κυκλοφορίες δίσκων, ολοένα και υψηλότερες πωλήσεις, τεράστιες, προσβλητικές σχεδόν για τον μέσο εργαζόμενο, αμοιβές για τις εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα... Ελάχιστοι όμως από αυτούς τους εργαζόμενους ενοχλήθηκαν ή έστω απλά πρόσεξαν αυτό το τουλάχιστον οξύμωρο για μια μικρή από κάθε πλευρά χώρα όπως η Ελλάδα. Ήταν απασχολημένοι να χορεύουν (οι γυναίκες) επάνω στα τραπέζια των «ελληνάδικων» ή να χτυπούν παλαμάκια γύρω από αυτά τα ίδια τραπέζια (οι άντρες)...
Ακόμα λιγότεροι όμως, ακόμα και απ’ τους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ της μουσικής βιομηχανίας, πρόσεξαν νωρίς, έγκαιρα έστω, μια εξαρχής αισθητή κάμψη στις πωλήσεις των δίσκων. Αν ήταν ελάχιστα διορατικοί και, πολύ σημαντικότερο, ενημερώνονταν πιο πολύ για τη διεθνή μουσική πραγματικότητα, θα είχαν παρατηρήσει ότι η κάμψη αυτή είχε ξεκινήσει σε άλλες χώρες σιγά - σιγά, περίπου δυο χρόνια νωρίτερα. Και ο λόγος για αυτήν ήταν ένας και μοναδικός και μάλιστα είχε όνομα: Internet. Εν αρχή ην το απλό και κατά μόνας downloading, η ψηφιακή πειρατεία δηλαδή, που έφτασε να κάνει θραύση στο εξωτερικό σε χρόνο μηδέν. Οι εξελίξεις όμως πυροδοτήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν με διαστημική ταχύτητα όταν ένας νεαρός στην Αμερική δημιούργησε το 1999 το Napster, ένα πρόγραμμα δηλαδή που επέτρεπε σε χρήστες του Internet οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους μέσω ενός ειδικού δικτύου να ανταλλάσσουν μουσικά αρχεία (τα γνωστά στους πάντες πλέον σήμερα mp3).
Δεν είναι τυχαίο ότι οι δισκογραφικές εταιρείες ξέχασαν αμέσως τους ανταγωνισμούς τους και συσπειρώθηκαν εναντίον του Napster, συνειδητοποιώντας την τεράστια απειλή για τα κέρδη τους την οποία αποτελούσε, ενώ «μποστάρηδες» στον υπέρ δυσθεώρητων κεφαλαίων αγώνα μπήκαν τα μέλη του τότε και ακόμα και τώρα μεγαλύτερου hard rock συγκροτήματος στον κόσμο, των Metallica. Οντως ανάγκασαν τους υπεύθυνους να διακόψουν την παροχή της υπηρεσίας δύο μόλις χρόνια αργότερα. Το Napster, όμως είχε ήδη προλάβει να αφήσει πολύ βαθιά ίχνη στην ποπ κουλτούρα αλλά και μια πολύ μεγάλη κληρονομιά για την κοινωνική ζωή της εποχής μας (στη δική του κεντρική ιδέα βασίστηκε η δημιουργία του myspace κατ’ αρχήν και πολύ περισσότερο του γνωστού σε όλους και ασύγκριτα πιο επιτυχημένου φυσικά φαινομένου που ακούει στο όνομα Facebook). Πάνω απ’ όλα όμως το Napster είχε επιτύχει να ανατρέψει και να αλλάξει τα δεδομένα της διεθνούς μουσικής βιομηχανίας, μετά την εμφάνισή του ο τρόπος παραγωγής αλλά κυρίως κυκλοφορίας και διανομής της μουσικής δεν θα ήταν ποτέ ξανά πια ο ίδιος!
Και οι... σάλπιγγες της Ιεριχούς!

Αντίθετα λοιπόν με εκείνη του ’90, η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε με πολύ άσχημα προμηνύματα για την ελληνική μουσική βιομηχανία. Οι υπεύθυνοι της όμως είτε εκώφευσαν σε αυτά ή, ακόμα κι αν δεν το έκαναν, αντιμετώπισαν το τόσο καίριας σημασίας αυτό ζήτημα με αδέξιο, σπασμωδικό και τελικά ανόητο τρόπο. Σε αντίθεση δηλαδή με τους ομολόγους τους στο εξωτερικό, αλλά με μια εντυπωσιακή ομοιότητα με το πώς αντιμετώπιζαν οι ιθύνοντες του ελληνικού κράτους την ορατή πλέον επερχόμενη κρίση αντί να φροντίσουν να κάνουν έγκαιρα μια οικονομία στις δαπάνες με λογικό τρόπο ενώ ταυτόχρονα θα προέβαιναν στις αναγκαίες ενέργειες για να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα συνέχισαν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα και όπως ακριβώς ήξεραν μέχρι τότε και έχοντας ως μόνη μέριμνα όχι απλά να διατηρήσουν ίδια αλλά και νααυξήσουν τα κέρδη τους!
Τα διάφορα τηλεοπτικά reality talent shows τους προσέφεραν εν αφθονία τα νέα «αστέρια» του δεκαπενθημέρου που χρειάζονταν ως «καύσιμο» των μηχανών της μουσικής βιομηχανίας, οι οποίες έπρεπε να συνεχίσουν να λειτουργούν αδιάκοπα και με όλο και αυξανόμενο ρυθμό παραγωγής και καθώς μάλιστα τα τόσα ανάλογα ονόματα που είχαν προωθήσει το προηγούμενο διάστημα δεν είχαν μπορέσει (αλλά και οι ίδιοι δεν ήταν ικανοί για να τους διατηρήσουν) να μείνουν στην επικαιρότητα, ας μην αναφέρουμε καν την όποια διαχρονικότητά τους. Παράλληλα, οι εξοργιστικές για τη συγκυρία σπατάλες και όχι παραγωγικές επενδύσεις έδιναν και έπαιρναν, συνηγορούντος και του κλίματος «εθνικής ανάτασης» πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.
Το ότι το 2002 οι Antique, ένα ντουέτο δύο παιδιών Ελλήνων μεταναστών, που όμως είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σουηδία, κατάφερε να δώσει στη χώρα μας την τρίτη θέση στον διαγωνισμό της Eurovision (ένα πανηγυράκι το οποίο όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά με τη μουσική έχουν πάψει να παίρνουν στα σοβαρά εδώ και πάρα πολλά χρόνια καθώς επέχει μόνο διαστάσεις κοσμικού ή και αξιοπερίεργου γεγονότος) οδήγησε στο να ανατεθεί στη μία από αυτούς, την Ελενα Παπαρίζου, να μας εκπροσωπήσει στον διαγωνισμό του ’05. Για κακή μάλλον τύχη της χώρας μας το «My Number One» αποδέιχθηκε προφητικό δίνοντας στην Παπαρίζου την πρώτη θέση και στη χώρα μας το «προνόμιο» της διοργάνωσης του διαγωνισμού την επόμενη χρονιά. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν ο φαραωνικών - ή μήπως... ολυμπιακών, της Αθήνας βεβαίως; - διαστάσεων διαγωνισμός του ’06 που πραγματοποιήθηκε στο ΟΑΚΑ και συν τοις άλλοις κατέληξε με την «εθνική σταρ» με το ζόρι να διασώζεται από την παταγώδη αποτυχία και τα «τέρατα» από τη Φινλανδία με το όνομα Lordi και τα... τσεκούρια τους ανά χείρας να σαρώνουν τους πάντες στον δρόμο τους προς την κατάκτηση της πρώτης θέσης!
Παράλληλα, η ένωση των δισκογραφικών εταιρειών υφάρπαξε ουσιαστικά τα ετήσια βραβεία που είχε θεσπίσει ένα εφηβικό μουσικό περιοδικό (Ποπ Κορν) ήδη από τη δεκαετία του ‘90 και επιχείρησε να δημιουργήσει κάτι σαν ελληνικά Grammy. Εγένοντο λοιπόν βραβεία Αρίων, τα οποία ξεκίνησαν «μετά βαΐων και κλάδων» το ’02 και συνεχίστηκαν, κάθε χρόνο όλο και πιο θεαματικά (δηλαδή... φαραωνικά), κιτς και φυσικά δαπανηρά ώς το 2007 οπότε και απλά... σταμάτησαν. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του θεσμού...
Όλα αυτά όμως όχι μόνο δεν βοήθησαν σε τίποτα την ελληνική μουσική βιομηχανία, αλλά αντίθετα συνέτειναν στο να οδεύσει γρηγορότερα προς την καταστροφή της. Δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη χρονιά που δεν πραγματοποιήθηκε η απονομή των βραβείων Αρίων ήταν το ’08, εκείνη δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η διεθνής οικονομική κρίση... Στα τρία χρόνια που πέρασαν από τότε πέρασε και ο... όλεθρος επάνω από την εν λόγω βιομηχανία. Οι περισσότερες δισκογραφικές εταιρείες έκλεισαν και όσες απέμειναν συρρικνώθηκαν, τα περισσότερα δισκοπωλεία το ίδιο και ανάμεσά τους ακόμα και κραταιές αλυσίδες του χώρου (ελάχιστα από τα Metropolis έχουν απομείνει), αφήνοντας και στις δύο περιπτώσεις πάρα πολλούς ανθρώπους άνεργους. Τα CD ακόμα και «δυνατών» εμπορικά ονομάτων (όπως π.χ. ο Αντώνης Ρέμος ή και ο Γιάννης Πάριος, ακόμα και ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, ο τελευταίος χρονικά που πρόλαβε να διεκδικήσει και να πάρει τον τίτλο του σταρ) κυκλοφορούν ως ένθετα στις κυριακάτικες εφημερίδες με μια μικρή αύξηση της τιμής του φύλλου ή και μόνα τους, μέσα σε κάτι απίστευτα κακής αισθητικής πλαστικές συσκευασίες που περιλαμβάνουν και ένα φυλλάδιο αλλά και πάλι στα... περίπτερα αλλά και τα super market (αναρωτιόμαστε ειλικρινά αν άραγε θα ακολουθήσουν και τα mini market που υπάρχουν ακόμα σε ορισμένες συνοικίες της Αθήνας).
Την ίδια στιγμή «βαριά χαρτιά» της νυχτερινής διασκέδασης όπως οι Αννα Βίσση και Δέσποινα Βανδή εμφανίζονται ελάχιστα ή και καθόλου κατά τη διάρκεια της χειμερινής σεζόν ενώ ακόμα και εκείνοι που έχουν ένα σταθερό και πάντα πιστό κοινό όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αισθάνονται την ανάγκη να πάρουν μαζί τους τέσσερα - πέντε μικρότερης ηλικίας και απήχησης ονόματα για να είναι σίγουροι ότι θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα μόλις δύο ή τριών ημερών με τον χώρο όπου εμφανίζονται να είναι επαρκώς γεμάτος. Περιττό φυσικά να αναφέρουμε και τους επαγγελματίες αρκετών κατηγοριών που έμειναν άνεργοι εξαιτίας των τόσων «νυχτομάγαζων» που έκλεισαν και των όσων υπολειτουργούν...
Η διεθνής μουσική βιομηχανία δεν έχει μεν ξεπεράσει ακόμα την κρίση, γνωρίζει πολύ καλά ότι τα κέρδη της δεν θα φτάσουν ποτέ ξανά στο επίπεδο που ήταν πριν από αυτήν, αλλά προσαρμόστηκε στην εποχή του iTunes και του iPod, συνέχισε να λειτουργεί και σιγά - σιγά ξαναβρίσκει τον βηματισμό της. Η εγχώρια πολιτεύθηκε όπως ακριβώς και οι ελληνικές κυβερνήσεις, με τον τρόπο που συνόψισε τόσο θαυμαστά η Παγκαλική ρήση: «Μαζί τα φάγαμε»! Κατά ανάλογο τρόπο το «εμείς» στην περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε αφορά μια μικρή ομάδα ανθρώπων, τους ιδιοκτήτες και μεγαλοστελέχη των δισκογραφικών εταιρειών, «μάνατζερ» όπως ο περιώνυμος Ηλίας Ψινάκης και τους ελάχιστους τελικά από τους σταρ τους στους οποίους έκαναν την τιμή να μοιράζονται μαζί τους κάποια από τα υπέρογκα κέρδη τους. Τα υπόλοιπα προφανώς πήγαιναν μόνο στην ανώφελα πολυτελέστατη διαβίωσή τους και ποτέ σε παραγωγικές επενδύσεις στο αντικείμενο τους ώσπου... έπνιξαν με τα ίδια τους τα χέρια την κότα που γεννούσε τα χρυσά αυγά! Για να αποδειχθεί ίσως ότι οι Έλληνες καπιταλιστές έχουν κάτι που τους κάνει χειρότερους από όλους τους άλλους: Εκτός από άπληστοι είναι και απελπιστικά ανόητοι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: