Στον Πειραιά είχαμε έναν άστεγο: τον Άγγελο. Ηλικιωμένος, άλλοτε Επονίτης, προσάραξε στα μέρη μας, στα χρόνια του ʼ70. Επιβίωνε με χαρτζιλίκι και ψευτομεροκάματα. Η παρέα των «Πολιτών του Πειραιά» και αργότερα του «Λιμανιού της Αγωνίας» υιοθέτησε τον Άγγελο, κι ο Άγγελος την παρέα. Τον ειδοποιούσαμε όταν εντοπιζόταν κανένα άδειο σπίτι για χειμερινή διαμονή, τον φροντίζαμε με ρούχα τον χειμώνα, τον κερνούσαμε μεσημεριανό στην Πλατεία Κοραή, παρά τη γκρίνια των νεαρών σερβιτόρων. Ο Άγγελος ένιωθε την ανάγκη να ανταποδώσει. Στο πρώτο εκλογικό κέντρο του «Λιμανιού», παρών από το πρωί μέχρι το βράδυ, στις συγκεντρώσεις μας το ίδιο, χωρίς να του το έχουμε ζητήσει ποτέ. Του ήταν αδύνατον να επανέλθει στην τακτοποιημένη ζωή. Χαμένος ή ενταγμένος μʼ ένα δικό του τρόπο σʼ ένα δικό του κόσμο, αρνιόταν να επιστρέψει στον κόσμο της νοικοκυροσύνης.
Αυτό δεν ήταν σπάνιο. Για την ψυχολογία της άρνησης επανένταξης των αστέγων των ευρωπαϊκών μητροπόλεων έχουν γραφτεί πολλά. Ένας καλός συγγραφέας, ο Τζωρτζ Ντόουζ Γκρην, έγραψε το 1994 ένα λογοτεχνικό θρίλερ --στα ελληνικά Τι αξία έχει η αλήθεια, ερημίτη μου;-- για έναν αυτοεκτοπισμένο στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Ο καμβάς επάνω στον οποίο στήνεται η κατʼ επίφαση αστυνομική πλοκή της ιστορίας είναι το βίωμα της εξαίρεσης, του μοναχικού αστέγου στη μεγάλη πόλη. Αυτά συνέβαιναν τότε, στις ευημερούσες δυτικές πρωτεύουσες, μεταξύ αυτών και στη δική μας. Άστεγοι ως αμελητέο ποσοστό, δείγματα άξια κοινωνιολογικών παρατηρήσεων, ευγενικές φιγούρες υιοθετημένες από συνανθρώπους.
***
Όταν πριν από μερικούς μήνες γράφτηκε πως η Αθήνα εισέρχεται σε ανθρωπιστική κρίση, η διατύπωση έμοιαζε υπερβολική, ίσως εκφοβιστική. Όταν τα μαγαζιά άρχισαν να κατεβάζουν ρολά το ένα μετά το άλλο, αναρωτιόμασταν τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Καταφεύγουν στα χωριά τους, μπαίνουν υπάλληλοι; Σε τι δουλειές, που δεν υπάρχουν; Όταν ένα πρωί διαπιστώσαμε πως η συνήθης πιάτσα της ηρωίνης στην Πατησίων θύμιζε διαδήλωση με εκατοντάδες εξαθλιωμένους στριμωγμένους στα πεζοδρόμια, πως οι κοπέλες-θύματα του τράφικινγκ έκαναν πεζοδρόμιο στην 3ης Σεπτεμβρίου κατά δεκάδες, μέρα-μεσημέρι, πως άνθρωποι κοιμόντουσαν επάνω στις θερμαινόμενες από τον υπόγειο σταθμό σχάρες του Μετρό στην Ομόνοια, τότε άρχισε να φαίνεται πως η Αθήνα καταρρέει. Όχι για τους λόγους που διαλαλούν οι υπεύθυνοι της κρίσης, αλλά λόγω της φτώχειας, της οικονομικής και της κοινωνικής λεηλασίας στην οποία οδήγησαν τη χώρα.
Σήμερα, λίγους μήνες αργότερα, οι σκουπιδοντενεκέδες, όχι μόνο στο κέντρο αλλά και στις γειτονιές μας, έχουν τους μόνιμους θαμώνες τους. Ντροπαλοί άνθρωποι, μερικές φορές σχεδόν καλοντυμένοι, αναζητούν υπολείμματα τροφών. Καθώς νυχτώνει, ένας υπαίθριος ξενώνας στήνεται κάτω από τις μαρκίζες ή στις στοές των κλειστών με λουκέτο εμπορικών καταστημάτων του Πασαλιμανιού. Ένας κόσμος φοβισμένος, ξεδιπλώνει στρωσίδια, χαρτόκουτα, σακούλες με μια χούφτα τρόφιμα. Αδιανόητες εικόνες, μνήμες διηγήσεων από τον μακρινό χειμώνα του 1941. Δεν είναι πια ο παλιός μας φίλος ο Άγγελος, ένας από τους ελάχιστους κάποτε αστέγους του κεντρικού Πειραιά. Δεν είναι πια η εξαίρεση. Είναι η συλλογική βύθιση στο ψυχολογικό, στο κοινωνικό έρεβος ενός ηττημένου πληθυσμού. Άνθρωποι, ναυάγια του κοινωνικού πολέμου, τόσοι πολλοί, που κανένα ναυαγοσωστικό δεν προλαβαίνει να τους σώσει.
Στους κύκλους των οικονομικών κρίσεων, εφιάλτες σαν και τούτον, τον πρωτόγνωρο για την Αθήνα, φαίνεται πως είναι δυνατόν να σταθεροποιηθούν, να γίνουν μόνιμη καθημερινότητα. Το δείχνει η εμπειρία των αχανών παραγκουπόλεων της Λατινικής Αμερικής, της Δυτικής Ακτής της Αφρικής και της Ινδίας. Οι πρώτες μετρούν περισσότερο από μισόν αιώνα ζωής.
Εδώ όμως έχουμε ένα νέο φαινόμενο, και όχι μόνον εδώ, αλλά σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Ασύγκριτο με όσα ως πριν λίγο γνωρίζαμε από την περιφέρεια του πρώην «Τρίτου Κόσμου». Εκεί, οι συνοικίες των παραπηγμάτων, ήσαν και είναι προϊόντα της ραγδαίας αστικοποίησης, καταυλισμοί αστέγων ακτημόνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις αγροτικές κοινότητές τους, αναζητώντας τη μοίρα τους στον αχανή αστικό χώρο και διεκδικώντας τη θέση τους στο χωνευτήρι των πόλεων. Εκεί, η συλλογική συνείδηση των κατοίκων τους είναι συνείδηση διεκδίκησης μίας βελτιωμένης ζωής.
Εδώ τα πράγματα μπορεί να ήσαν έτσι στη Δραπετσώνα του ʼ60, στο Πέραμα και στα Άνω Λιόσια του ʼ70· αλλά δεν είναι πια. Οι σημερινοί άστεγοι είναι πρώην αστοί, εργαζόμενοι, ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές σπιτιών. Εκπίπτουν της ιδιότητας του πολίτη, χάνουν την εργασία τους, την ασφάλειά τους, και εν τέλει τη στέγη τους. Ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ, σε ένα πρόσφατο άρθρο του, μιλώντας για τις αστεακές καταβολές της κρίσης,1περιέγραψε εύστοχα σημαντικές πτυχές των μηχανισμών παραγωγής του νέου χώρου και τους μηχανισμούς οι οποίοι διαμορφώνουν «τις βάρβαρες συνθήκες της ζωής, της στέρησης στέγης, της έλλειψης οικονομικά προσιτής στέγασης». Ας δούμε το αποτέλεσμα ή ας το πούμε με απλά λόγια: οικονομικές δυνάμεις επένδυσαν στη γη και στην κατοικία εις βάρος όσων είχαν δικαίωμα σʼ αυτές. Οι ίδιες δυνάμεις εκδιώκουν τους πιο αδύναμους και άτυχους από τις εστίες τους, αρπάζοντάς τους τα σπίτια, καταλύοντας το δικαίωμά τους στη στέγη. Στην περίπτωσή μας, αν λάβουμε υπόψη τις άγνωστης εγκυρότητας, αλλά μοναδικές μέχρι στιγμής καταγραφές του Δεκεμβρίου του 2011, οι κοινότητες αυτές αριθμούν 20.000 αστέγους.2 Πιθανόν να είναι περισσότεροι -- και σίγουρα σε λίγους μήνες θα είναι πολύ περισσότεροι…
Τα φαινόμενα αυτά της κρίσης είναι δυνατόν να μονιμοποιηθούν. Ο πλούτος είναι δυνατόν να οδεύσει παρέα με την αβάσταχτη φτώχεια. Έχει ξανασυμβεί. Τα λαμπρά κέντρα των πόλεων, οι όπερες, τα κατάφωτα βουλεβάρτα με τα κοινοβούλια, τα ανάκτορα και τα χρηματιστήρια, που έκρυβαν κάποτε, και ξανακρύβουν σήμερα, στις σκοτεινές γωνιές τους στρατιές πεινασμένων και αστέγων. Οι βουβές συνοικίες των ανέργων, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τις λαμπρές κεντρικές μνημειώδεις πλατείες. Κοινωνίες που μαθαίνουν να ζουν στον δρόμο, με τον τρόμο και τη βία εις βάρος τους, που λαθροβιούν εντός των ρημαγμένων μητροπόλεων τους. Είναι οι πόλεις του Όλιβερ Τουίστ.
*Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει Πολεοδομία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ
Άγγλοι άστεγοι αναζητούν καταφύγιο στους ξενώνες της κοινωνικής πρόνοιας. Έργο του Sir Luke Fildes (1843-1927), πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (δημοσιεύτηκε στο τχ. 15 του «the booksʼ journal»)
1. David Harvey, «The Urban Roots of Financial Crises», στο New Left Project.
the_urban_roots_of_financial_crises_part_1_reclaiming_the_city_for_anti_cap (ανάκτηση 1.1.2012). Στα ελληνικά, βλ. Ντέβιντ Χάρβεϋ, «Οι αστεακές καταβολές των οικονομικών κρίσεων», μέρος Α΄
(μετ. Γιώργος Σουβλής) και μέρος Β΄. (μετ. Μιχάλης Βεληζιώτης και Αλίκη Κοσυφολόγου)
στο RedNotebook http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4267
και http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4360 (ανάκτηση 2.1.2012).
2. Elinda Labropoulou, «Austerity drives Greeks into streets», 9.12.2011, CNNInternational
Η ΑΥΓΗ, 7/1/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου