Ξυπνάνε οι άνθρωποι. «Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους» (Δ. Σαββόπουλος)
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους» (Δ. Σαββόπουλος)
«Έχουμε οικονομικό πόλεμο» διαγγέλλει, από τηλεοράσεως, ο πεφυσιωμένος οικονομισάριος (σύνθεμα: οικονομία+κομισάριος και κατά συνεκδοχή Υπουργός Οικονομικών) των τροϊκανών και χτυπά τα τύμπανα του πολέμου, ξεζουμίζοντας και το τελευταίο cent (εκατοστό του ευρό) του ξεζουμισμένου πολίτη, ο ζουμερός κ. Βενιζέλος. Και σώζει την proton προς το κοινόν συμφέρον, διακηρύσσει, φορτώνοντας τα «κερατιάτικα» στις πλάτες των γνωστών «φορογαϊδουριών», γιατί τους γαϊδάρους της φοροκλοπής και φοροαποφυγής, κάνει πως δεν τους βλέπει.
Ιδού, προελαύνουν οι παγκοσμιοποιημένοι νεοφιλελεύθεροι, ψευδώνυμοι, δυσώνυμοι πλέον, σοσιαλιστές, τυμπανίζοντας (τάχα συγκλονισμένοι) το πένθιμο εμβατήριο του θανάτου του εμποράκου. Της κλοπής του μισθού του υπαλληλάκου και της σύνταξης του απόμαχου της ζωής.
Ιδού, προελαύνουν οι προγραφείς τεχνοκράτες, «οι ληξίαρχοι των ημερών μας» (Μ. Αναγνωστάκης), από την Εσπερία με τους ντόπιους, κυβερνητικούς συνεργάτες τους, ταπεινώνοντας έναν λαό, που «κάποτε ήταν φλόγα», (Κ. Παλαμάς).
Ιδού, προελαύνουν οι στρουθοκαμήλες της Ευρώπης και τα ντόπια κυβερνητικά και λοιπά σφουγγοκώλια τους, βρίζοντας και εξωθώντας στη φτώχια τον λαό, με τη χρηματοπιστωτική κρίση, που οι ίδιοι, λιμασμένοι για πλούτο και κέρδος, έχουν προκαλέσει.
Ανάξιοι, ανίκανοι, τυφλοί κυβερνήτες, πουλήσατε όλα τα υπάρχοντά μας, αντί πινακίου φακής, στις άπληστες αγορές και το αντίτιμό τους, το καταχραστήκατε. Και επί την Πατρίδα μας βάλατε κλήρον. Και ξεπουλάτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα, επικαλούμενοι την πατριδοφροσύνης σας, πουλώντας κούφιο πατριδιλίκι.
Κλέψατε τον μισθό του δημόσιου υπαλληλάκου, θύμα των δικών σας ψηφοθηρικών ιδιοτελειών και τον βρίζεται κοπρίτη, οι κοπρίτες. Ρημάξατε τη λιπόσαρκη σύνταξη του συνταξιούχου. Πετσοκόψατε το ιδρωμένο μεροκάματο του εργάτη. Στέλνετε στην ανεργία τα όνειρα των νέων. Και αφήνετε, ανίκανοι και πονηροί διαπλεκόμενοι, τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας ανέγγιχτους, να αυγατίζουν τα κλεμμένα στις εξωχώριες (offshore) σπηλιές (τις λένε και τράπεζες) του Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες.
Κλέψατε, ακόμα, και τους πιο ακριβούς θησαυρούς μας, που μέσα στην παλιά κασέλα κρύβαμε: Την ελπίδα για το αυριανό σαλπάρισμα προς μια καινούργια χώρα. Τα εισιτήρια για το ταξίδι μας για μια ζωή, που μας αξίζει. Το κρυφό ανεπίδοτο γράμμα στους κυβερνήτες μας, που μας πρόδωσαν. Την εικόνα, στο εικονοστάσι του μυαλού μας, του καπετάνιου μας που καλαφατίζει το ολοκαίνουργο καράβι «Νέα Ελλάδα», πλησίστιο για το λιμάνι της ελπίδας και της προκοπής. Τη φωτογραφία της γιαγιάς που έλεγε ιστορίες, για τις όμορφες παλιές ημέρες. Κλέψατε τη χαρά να βλέπουμε το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών μας κι όλων των παιδιών, στο πρωινό του Ήλιου. Τα μυστικά σχέδια των κρυφών μας «επαναστάσεων», για όλα όσα μας πληγώνουν. Κλέψατε όλα τις ιδανικά μας «πιστεύω», που μας κρατούσαν ζωντανούς.
Και μας αφήσατε άλαλους, χωρίς τη θεϊκή μας γλώσσα, να ψελλίζουμε γρυλίσματα ευρωπαϊκά. Μα κλείσατε τα αυτιά, για να μην ακούμε τον απολλώνιο ύμνο μας, πάρα μόνο το τιντίρισμα του άνομου χρυσού και το γρύλισμα των αδόντων αιδοίων της τηλε-τύφλωσης. Μας τυφλώσατε, για να μην βλέπουμε τον δικό μας Παρθενώνα, πάρα μόνο τη γύμνια των χρυσωμένων οπισθίων της παγκοσμιοποιημένης ασύδοτης αγοράς σας. Μας μάθατε να μιλάμε φοβισμένα και με λέξεις καλοδεχούμενες από όλες τις λογοκρισίες. Με κομψές εκφράσεις, που δεν ενοχλούν καμία καθεστηκυία τάξη. Και θέλετε να μη λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, και τους κλέφτες κλεφταράδες. Εμείς ζητούσαμε «μια νομοθεσία άχρηστη για κάθε εξουσία» (Οδ. Ελύτης). Και σεις νομοθετήσατε την ασυδοσία κάθε εξουσίας.
Και στα σχολεία αναγκάσατε του δασκάλους να διδάσκουν, «την εποχή των αγενών μετάλλων» (Μ. Αναγνωστάκης). Τη νεοφιλελεύθερη ιστορία του συνωστισμού της Σμύρνης, βερεμοβαρεμένη και ρεπουσορετουσαρισμένη. Την πολυπολιτισμική αρλούμπα της εκρίζωσης της ιστορίας και των μύθων και των παραδόσεων ενός λαού, που γέννησε τον μύθο και τον έκανε παράδοση.
Τα ΠΗΡΑΤΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΤΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΤΕ όλα, εσείς, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες. Κι’ αφήσατε ξυλάρμενο τον άνθρωπο, μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Και δεν μάθατε, σεις, οι «πολιπολιτισμικοί» ευρωβαρεμένοι, ότι: «Πολλοί κακοί πλουτίζουν και καλοί πένονται. Αλλά εμείς δεν θ ανταλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη: Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ’ ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.», όπως μας έμαθε ο σοφός μας Σόλων.
Και δεν περνάει από τον νου σας, πού να το φανταστείτε, «Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες» (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) ότι: «Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος). Η ευαισθησία, το φιλότιμο και η εντιμότητα δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται στην αγορά.
Αυτήν την αρετή προσπαθείτε να την ξεφτίσετε με τα χρυσοστόλιστα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα θα μένει, αλώβητη, η ανάμνησή της. Κάπου κρυμμένο στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων:
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε/Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς/Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/Μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε.» (Ο. Ελύτης).
Γι αυτό, εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ. Γιατί, στα μέρη τα δικά μας, στην καθ’ ημάς Ανατολή, «κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουιτς» (Ο. Ελύτης).
Εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ, μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «φωτισμένοι» Δυτικοί. Θα πούμε ΟΧΙ, μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, Καραϊσκάκη μας και «κλάστε μου τον μπούτζον», στους «φίλους» που ήρθαν σαν κατακτητές. Θα πούμε ΟΧΙ μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι, όπως και τώρα. Κι ο Νόμος, του Βενιζέλου, «των ανόμων ασπίδα.»
Γιατί, για εμάς τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδέμπορους), «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος). Και γι αυτήν την Πατρίδα, οι Έλληνες «αιεί παίδες», πολεμάμε. Πολεμάμε, κι ας «ξέρουμε ότι είναι πολλοί... κι έχουν όλα τα μέσα... όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).
Γιατί, οι Έλληνες (όχι, βέβαια, οι ελληναράδες της αρπαχτής και του «για την πάρτη μου»), πάντα ήταν «τολμηροί πέρα από τις δυνάμεις τους και κινδυνευτές πέρα από τη φρόνιμη γνώμη και στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες» όπως μας δίδαξε ο Θουκυδίδης.
Και θα πολεμήσουμε, οι Έλληνες «Με την ψυχή γεμάτη κόσμους, χωρίς χαλινάρια ή παρωπίδες» (Γ. Θεοτοκάς). Θα πούμε ΟΧΙ για να μην καταντήσει η χώρα του Οδυσσέα, Σκανδιναβία.
Ξανά, ΟΧΙ! θα πούμε. Θα πολεμήσουμε! Με τον Λόγο της Ελληνικής αλήθειας.
Φωτιά και τσεκούρι κριτικής στη Δυτική παγκοσμιοποιημένη θολούρα.
Φωτιά και τσεκούρι κριτικής: Στους αλαζόνες πολιτικατζήδες. Στους κατασκευαστές της είδησης, μεγαλοδημοσιογράφους. Στους ανάλγητους φακελάκηδες επίορκους γιατρούς. Στους μικροαστούς ελληναράδες. Στους κενόκρανους σαλτιμπάγκους της διανόησης. Στους ευρω-αμερικάνους πολιτισμένους βάρβαρους.
Γύρνα τους την πλάτη, Έλληνα. Κλείσε τους την πόρτα.«Και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν. Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν». (Γ. Σεφέρης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου